- τροφείον
- τὸ, Αβλ. τροφεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τροφεῖον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγωτροφείον — και λαγοτροφεῑον, τὸ (Α) μέρος όπου εκτρέφονται λαγοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + τροφεῖον (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. θηριο τροφείον, ιχθυο τροφείον] … Dictionary of Greek
χηροτροφείον — τὸ, Μ ίδρυμα προστασίας χηρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήρα + τροφεῖον (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. βρεφο τροφεῖον, πτωχο τροφεῖον] … Dictionary of Greek
σωματοτροφείον — τὸ, Α χώρος όπου έτρωγαν δούλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + τροφεῖον (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. θηριο τροφεῖον] … Dictionary of Greek
τροφεία — (I) ἡ, Α [τροφεύω] η υπηρεσία και το επάγγελμα τής τροφού. (II) τα / τροφεῑα, ΝΑ, και σπάν. τ. εν. τροφεῑον, τὸ, Α αμοιβή, συνήθως χρηματική, που δίνεται στον τροφέα ή στην τροφό νεοελλ. τα έξοδα διατροφής αρχ. 1. φορβή ζώων 2. (στον εν.) α) ο… … Dictionary of Greek
αλωπεκοτροφείο — το χώρος, στον οποίο εκτρέφονται αλεπούδες προς εκμετάλλευση τών γουναρικών τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλώπηξ* εκος + τροφεῖον < τρόφος < ρ. τρέφω, πρβλ. γαλλ. feme de renards] … Dictionary of Greek
τροφεῖ' — τροφεῖο , τρέφω thicken pres opt mp 2nd sg (epic ionic) τροφεῖαι , τρέφω thicken pres ind mp 2nd sg (epic ionic) τροφεῖο , τροφέω serve as a wet nurse pres opt mp 2nd sg (epic ionic) τροφεῖαι , τροφέω serve as a wet nurse pres ind mp 2nd sg (epic … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφεῖα — pay for rearing and bringing up neut nom/voc/acc pl τροφεῖον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφείοις — τροφεῖα pay for rearing and bringing up neut dat pl τροφεῖον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφείων — τροφεῖα pay for rearing and bringing up neut gen pl τροφεῖον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)